Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Για τη νήψη και τη φύλαξη της καρδιάς

Από το βίο του αγίου Αρσενίου

 

Ο άγιος Αρσένιος φύλαγε και τούτη την αξιοθαύμαστη συνήθεια: δεν ανακινούσε αγιογραφικά ζητήματα ούτε για συζήτηση ούτε για αλληλογραφία. Όχι πως δεν είχε τη δυνατότητα —κάθε άλλο. Γι’ αυτόν η ωφέλιμη ομιλία ήταν τόσο εύκολη, όσο για τους άλλους η συνηθισμένη ομιλία. Αλλά η συνήθεια της σιωπής και η αποστροφή που ένιωθε για την επίδειξη ήταν τα αίτια της τακτικής του. Γι’ αυτό λοιπόν και στις εκκλησίες και στις συνάξεις φρόντιζε πάρα πολύ μήτε άλλους να βλέπει, μήτε άλλοι να τον βλέπουν, αλλά στεκόταν πίσω από καμία κολώνα ή κάτι άλλο που εμπόδιζε τη θέα κι έκρυβε τον εαυτό του, ώστε αθέατος ν’ αποφεύγει τη συντροφιά των άλλων. Και τούτο γιατί ήθελε να προσέχει στον εαυτό του και να συγκεντρώνει το νου του μέσα του, κι έτσι να ανυψώνεται εύκολα στο Θεό.

‘Ιδού λοιπόν και τούτος ο θείος άνθρωπος, ο επίγειος άγγελος, συγκεντρώνει το νου του μέσα του, για να ανυψώνεται από εκεί εύκολα στο Θεό.

 

Όσιος Νικηφόρος ο Μονάζων-Λόγος για τη νήψη και τη φύλαξη της καρδιάς

 

Φιλοκαλία Τόμος Δ΄

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ουράνια μαργαριτάρια Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

-Την ελεημοσύνη δεν την έβαλε ο Θεός στη ζωή μας για χάρη εκείνων που λαμβάνουν, αλλά για χάρη εκείνων που δίνουν. Για την αγάπη έχει νομοθετηθεί από το Θεό η ελεημοσύνη. Γιατί βέβαια, θα μπορούσε ο Θεός να θρέψεις όλους τους φτωχούς, χωρίς την ελεημοσύνη μας, ωστόσο για να μας συνδέσει στην αγάπη και να καιγόμαστε από τη φωτιά της αγάπης, που μας ζεσταίνει τις ψυχές και μεταξύ μας, μας διέταξε να τρέφουμε τους άλλους.

 

-Όπως όταν μείνει κανείς λίγη ώρα μέσα σε ένα μυροπωλείο, απομένει πάνω του κάποια ευωδία, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με αυτόν που πηγαίνει στην Εκκλησία. Έστω και αν είσαι γεμάτος από μύριες αμαρτίες, έστω και αν η ψυχή σου είναι πολύ ακάθαρτη, μην αποφεύγεις να πηγαίνεις στην Εκκλησία.

 

Ιερός Χρυσόστομος

Tο έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα !

Στάρετς Βαρσανούφιος της Όπτινα

 

Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο. Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο. Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:

– Τί κάνεις εδώ, πάτερ;

– Κοιτάζω τον νερό.

– Και τί βλέπεις;

– Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;

– Απολύτως, τίποτα.

– Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού. Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι.

Ο Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει τον άγιο θέλημά Του σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά απλά θέματα της πίστεως. Βλέπεις;

Όπως όλος αυτός ο ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και ο Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του.

Ένα πράγμα σου λέω. Η χαρά και η μακαριότητα πού αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια του Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία!

 

Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τι σημαίνει καρδιά καθαρή;

– Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτό μόνο από διάβασμα, είναι, πώς η καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.

-Όχι! Αυτό πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις το ποτήρι. Πρέπει και να το γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ο άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.

 

– Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;

– Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού– είπε με βεβαιότητα ο π. Γεννάδιος.

– Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ο ίδιος το ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;

– Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς το έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ο πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος.

 

Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ο Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;

Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα.

Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.

 

Από τον βίο του Οσίου στάρετς Βαρσανουφίου της Όπτινα

 

Αναδημοσίευση από:https://simeiakairwn.wordpress.com

 

Πηγή:https://iconandlight.wordpress.com

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Αγ. Ιωάννης ο Ελεήμων Πατριάρχης Αλεξανδρείας

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

 

Γεννήθηκε περί το 555 στην Αμαθούντα της Κύπρου, τη σημερινή Λεμεσό. Οι γονείς του ονομαζόταν Επιφάνιος και Ευκοσμία, ήταν εύποροι και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στην Κύπρο. Παράλληλα ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι. Ο πατέρας του ήταν κυβερνήτης της Κύπρου και είχε πολλά και σπάνια διοικητικά χαρίσματα και ικανότητες. Για την δικαιοσύνη του και την αγάπη του για το λαό του ήταν πολύ αγαπητός και σεβαστός από όλους. Η μητέρα του είχε πλούσια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, τα οποία την καθιστούσαν αξιοσέβαστη στο νησί. Οι ευσεβείς και ενάρετοι αυτοί άνθρωποι μετέδωσαν και στο παιδί τους, τον Ιωάννη, την βαθειά πίστη στο Θεό και του πρόσφεραν τη μεγαλύτερη δυνατή μόρφωση της εποχής τους. Αλλά και εκείνος είχε φιλομαθή διάθεση, αποκτώντας μεγάλη γνώση. Αρεσκόταν περισσότερο να μελετά την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.

Όταν μεγάλωσε, με την πίεση των γονέων του και χωρίς τη δική του θέληση, νυμφεύτηκε μια ευσεβή γυναίκα. Αλλά σύντομα, από κάποιο θανατικό, που είχε πέσει στο νησί, πέθανε η σύζυγός του και τα παιδιά του, μένοντας μόνος. Αυτό το θεώρησε ως ευκαιρία για να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας και στη διακονία των ενδεών ανθρώπων, των οποίων τα παθήματα άγγιζαν την ευαίσθητη ψυχή του.

Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του ένα παράδοξο όνειρο, μια ωραία κόρη, στεφανωμένη με κλάδο ελιάς, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγατέρα του βασιλέα. Αν με αγαπήσεις, έχω την δύναμη να σε οδηγήσω σ’ αυτόν»! Ο Ιωάννης προσπάθησε να ερμηνεύσει την οπτασία, συμπεραίνοντας, πως η κόρη ήταν η χάρις της συμπάθειας και της ελεημοσύνης, η οποία όντως οδηγεί στο Θεό.

Στα 610 χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος της Αλεξάνδρειας και οι Αλεξανδρείς πιστοί εξεδήλωσαν την επιθυμία τους να γίνει ποιμενάρχης τους ο ενάρετος Ιωάννης. Ο έπαρχος της Αιγύπτου, πατρίκιος Νικήτας, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε την επιθυμία του λαού της Αλεξάνδρειας στον αυτοκράτορα Ηράκλειο (575-641), να προωθήσει τον Ιωάννη στο θρόνο του Αγίου Μάρκου. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε και έστειλε διαταγή στον Ιωάννη να μεταβεί στην Αλεξάνδρεια και να αναλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Όταν εκείνος πήρε τη διαταγή, χωρίς να το θέλει, υπάκουσε και δέχτηκε την υψηλή αυτή διακονία.

Χειροτονήθηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Η Αλεξάνδρεια ήταν μια μεγάλη πόλη, όπου συμβίωνε ο πλούτος των ολίγων με τη φτώχεια των πολλών. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από επαίτες, περιφερόμενα πεινασμένα παιδιά και εγκαταλειμμένους γέροντες. Έβλεπε κανείς εξαθλιωμένες χήρες με σκελετωμένα παιδιά στην αγκαλιά να ζητούν βοήθεια για να επιβιώσουν. Ασθενείς και κατάκοιτους, δίχως στέγη και φροντίδα. Αυτό το οικτρό θέαμα πλήγωσε την ευαίσθητη καρδιά του Ιωάννη. Θυμήθηκε το παράδοξο όνειρο και κατάλαβε ότι η κόρη του ονείρου ήρθε στο όνειρό του γι’ αυτούς τους ανθρώπους! Ότι η θεία πρόνοια τον οδήγησε εκεί για να τους βοηθήσει, να απαλύνει τον πόνο τους!

Έτσι ως πρώτο του μέλημα έθεσε την καταγραφή όλων των αναξιοπαθούντων ανθρώπων της Αλεξάνδρειας και των άλλων περιοχών της επισκοπικής του περιφέρειας. Ανάθεσε σε κληρικούς και οικονόμους να καταγράψουν όλους τους ζητιάνους, τις χήρες και τα ορφανά, τους εγκαταλειμμένους, τους οποίους αποκαλούσε «κυρίους και δεσπότες του», διακηρύσσοντας δημόσια πως όλους αυτούς μας τους στέλνει ο Θεός, οι οποίοι με την βοήθειά μας, μπορούν να μας ανοίξουν τη βασιλεία των ουρανών.

Περισσότεροι από 7.500 άνθρωποι καταγράφηκαν και εντάχτηκαν στα προγράμματα φιλανθρωπίας του Ιωάννη. Τους είχε εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό και μερίμνησε να μην είναι κανένας άστεγος. Διέθεσε αρχικά την προσωπική του μεγάλη περιουσία και όταν αυτή εξαντλήθηκε, στράφηκε προς τους πλουσίους, τους οποίους έπειθε να επιχορηγούν το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Ο λαός εξέφραζε την αγάπη του και την αφοσίωσή του στον ελεήμονα ποιμενάρχη του, του οποίου προσέδωσε την προσωνυμία «Ελεήμων».

Έβλεπε στα πρόσωπα των φτωχών και ασθενών το Χριστό. Πέρα από το επισιτιστικό και στεγαστικό έργο, μερίμνησε και για τους ασθενείς, τους γέροντες, τα ορφανά, κτίζοντας πολλά νοσοκομεία, γηροκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, όπου έβρισκαν αγάπη και φροντίδα χιλιάδες αναξιοπαθούντες.

Στα 614, όταν οι Πέρσες είχαν καταλάβει τα Ιεροσόλυμα, και άρχισαν τις σφαγές των αμάχων. Τότε μεγάλος αριθμός προσφύγων έφτασαν στην Αλεξάνδρεια για να γλυτώσουν από τα σπαθιά των βαρβάρων εισβολέων. Ο Ιωάννης τους δέχτηκε με πατρική αγάπη και άνοιξε τις πόρτες των ιδρυμάτων, προσφέροντάς τους πολύτιμη βοήθεια. Μάλιστα οργάνωσε μεγάλες αποστολές σιτηρών και τροφίμων στους εναπομείναντες κατοίκους της Παλαιστίνης, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα. Ο γνωστός ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος έγραψε τα εξής για το έργο του αγίου Ιωάννη: «Περιέθαλψε τους πρόσφυγας κατά τρόπον μοναδικόν, άγνωστον μέχρι τότε εις την ιστορίαν»!

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ιωάννης δεν περίμενε από τους άλλους, αλλά εμφανιζόταν πρώτος να υπηρετεί τους ασθενείς και να περιθάλπει τους ανήμπορους. Προσωπικά ο ίδιος και οι πολυπληθείς συνεργάτες του προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στους ζωντανούς, αλλά και θάβοντας τους νεκρούς, από τις λοιμικές νόσους, που μάστιζαν συχνά την περιοχή, τους οποίους άφηναν άταφους οι οικείοι τους, φοβούμενοι τη μετάδοση της νόσου. Έδινε το καλό παράδειγμα της πίστης και της φιλανθρωπίας. Ό, τι του προσέφεραν το έδινε στους φτωχούς.

Αλλά το φιλανθρωπικό έργο του δεν παρεμπόδιζε κι επισκίαζε το ποιμαντικό και πνευματικό. Κατηχούσε τους πιστούς, οργάνωνε ιεραποστολικές αποστολές και έκτιζε ναούς. Σε ελάχιστο διάστημα έκτισε 70 ναούς!

Ο ίδιος ζούσε σαν ασκητής. Δεν παραμελούσε τον προσωπικό του αγώνα για κόψιμο παθών και απόκτηση αρετών. Προσευχόταν αδιάκοπα, νήστευε, αγρυπνούσε. Ήταν ανεξίκακος και σκορπούσε στους γύρω του αγάπη και καλοσύνη. Δεν ανταπέδιδε μίσος ή εκδίκηση σε όσους τον αδικούσαν. Ήταν ταπεινός και απέδιδε στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του «μεγαλύτερου αμαρτωλού», ζητώντας απ’ όλους συγχώρεση. Ενθάρρυνε τους αμαρτωλούς να μετανοούν, τονίζοντάς τους το μεγαλείο της θεία αγάπης και το ακένωτο του θείου ελέους. Τόνιζε την πίστη της Εκκλησίας πως ο αληθινός Τριαδικός Θεός είναι Θεός αγάπης και όχι εκδίκησης και κακότητας, όπως πρέσβευαν οι εθνικοί και οι αιρετικοί.

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε πληροφορηθεί για το μεγάλο και ανεκτίμητο έργο του Ιωάννη και ζητούσε επίμονα να έρθει στην Κωνσταντινούπολη να πάρει την ευλογία του και να τον τιμήσει. Ο άγιος αρνιόταν επίμονα, διότι δεν ήθελε ανθρώπινα βραβεία και επαίνους. Αλλά μετά από επίμονες παρακλήσεις του επάρχου Νικήτα υπάκουσε και πήρε το πλοίο για την Πόλη. Όταν όμως έφτασε στη Ρόδο είδε ένα όραμα: ένα φωτεινό άνδρα ο οποίος του είπε: «Έλα στην Κύπρο, μην αργείς. Έλα! Ο βασιλεύς των βασιλέων σε περιμένει»! ο άγιος κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να τον καλέσει κοντά Του ο Κύριος, τον Οποίο αγάπησε και υπηρέτησε στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Άλλαξε λοιπόν πορεία και κατευθύνθηκε στη γενέτειρά του την Κύπρο, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά το 619 σε ηλικία 64 ετών. Λίγο πριν την κοίμησή του είδε ξανά στο όνειρό του την κόρη που είχε δει παλιά, η οποία του αποκάλυψε ότι πράγματι ήταν η ελεημοσύνη, η οποία ανοίγει την βασιλεία των ουρανών.

Στη διαθήκη του έγραψε: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε και Θεέ μου, γιατί με αξίωσες, τα δώρα που Συ μου έδωσες, να σου τα προσφέρω πίσω. Σ’ ευχαριστώ, ακόμη που άκουσες την προσευχή μου και στην κατοχή μου τώρα που πεθαίνω δεν έμεινε παρά «εν τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να δοθεί στους φτωχούς αδελφούς μου. Όταν με τη χάρη του Θεού έγινα επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, βρήκα στα ταμεία της επισκοπής μου οκτώ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσού. Με τις γενναιόδωρες προσφορές φιλόχριστων ανθρώπων, κατόρθωσα να συγκεντρώσω αμύθητα ποσά. Τα ποσά αυτά, επειδή ήξερα, πως είναι δώρα του βασιλέα των όλων Χριστού, τα επέστρεψα με επιμέλεια και προσοχή στον Θεό, στον οποίο και ανήκουν. Σ’ Αυτόν παραδίδω τώρα και την ψυχή μου».

Οι Χριστιανοί της Αμαθούντος κήδεψαν το τιμημένο και αγιασμένο σώμα του Ιωάννη στο Ναό του Αγίου Τύχωνος. Μετά από λίγο καιρό ο χαρυτόβρυτος τάφος του ανέβλυζε μύρο και έκανε πολλά θαύματα. Είναι δε ο πολιούχος άγιος της Λεμεσού.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου και το όνομά του κατέστη συνώνυμο της ελεημοσύνης και της χριστιανικής αγάπης.


Πηγή

Σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα…

Σε μία μικρή συνάθροιση λαϊκών με το γέροντα Αρσένιο το Σπηλαιώτη, ένας ευλαβής νέος του είπε:

- Παππού, σε παρακαλώ να εύχεσαι και για μένα.

- Πώς σε λένε;

- Mε λένε Ανδρέα.

- Εγώ θα εύχομαι για τον Ανδρέα, αλλά για να πιάσει ή δική μου προσευχή πρέπει να ενδιαφέρεται και να εύχεται και ό Ανδρέας για τον εαυτό του. Ό Άγιος Αντώνιος λέγει: "ούτε εγώ σε ελεώ ούτε ό Θεός σε ελεεί, αν δεν ελεήσεις εσύ πρώτα τον εαυτό σου".

- Δηλαδή γέροντα;

- Μά δεν το καταλαβαίνεις; Καλά· τότε να σού πω κάτι που συνέβη εδώ επί των ημερών μου.

Πέρασε ένας προσκυνητής από την έρημο ψάχνοντας άγιους, όπως κι εσύ τώρα, για να του κάνουν προσευχή. Βρίσκει έναν ασκητή και του λέγει: "Σε παρακαλώ, γέροντα, προσευχήσου για μένα· έχω σοβαρά προβλήματα". Ό ασκητής τον λυπήθηκε και κάθε βράδυ στην αγρυπνία δώστου προσευχή για τον κοσμικό.

Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν, βλέπει έξω από το κελί του τον σατανά να του γελά σαρκαστικά και να τον κοροϊδεύει. Του λέει ό μοναχός: "γιατί ρε καταραμένε μού χαλάς την ησυχία;" και ό σατανάς, "χα, χα, χα· γελώ που αγρυπνάς άδικα για τον δικό μου (τον Γιάννη). Κι αυτός άγρυπνά, αλλά στα στέκια τα δικά μου. Πριν λίγο τελείωσε την αγρυπνίαν του και τώρα ροχαλίζει!".

 

Από το βιβλίο «Ασκητική Λαϊκών»

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς

 

Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, οἱ δὲ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες.

Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, γράφτηκε στὴν τάξη τῶν στρατιωτικῶν. Ὑπηρέτησε στὰ βασιλικὰ στρατεύματα, στὰ Νούμερα (στρατιωτικὰ τάγματα) τὰ λεγόμενα Ρουταλικά, ὑπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀργυρίσκο, στὸ Κοτυάειο τῆς Φρυγίας.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ, ὁ Ταξίαρχος Φιρμηλιανὸς μάζεψε στρατιῶτες καὶ ἐπῆγε στὴν Μπαρμπαριὰ -ἔτσι ὠνομαζόταν τότε ἡ Β. Ἀφρική- γιὰ νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ ἐχθρούς. Μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες ποὺ πῆρε, ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ποὺ ξεχώριζε τόσο γιὰ τὴν ἀνδρεία του ὅσο καὶ γιὰ τὴ φρόνησή του.

Κάποια ἡμέρα δόθηκε διαταγὴ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ οἱ στρατιῶτες νὰ συλλαμβάνουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς βασανίζουν μέχρι ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ὁ Μηνᾶς ἐμίσησε αὐτὸ τὸ ἀσεβὲς πρόσταγμα καὶ ἀφήνοντας τὴ στρατιωτικὴ ζωὴ ἔφυγε καὶ ἀνέβηκε στὸ βουνό, ὅπου ἦταν πάνω ἀπὸ τὸ Κοτυάειο.

Προτίμησε νὰ ζῆ μὲ τὰ θηρία, παρὰ νὰ βρίσκεται μὲ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ καθαρίζοντας συνεχῶς τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἄναψε στὴν καρδιὰ του ὁ πόθος τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου.

 

Ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος.


Μία μέρα, λοιπόν, ποὺ εἶχαν μεγάλο πανηγύρι οἱ εἰδωλολάτρες, κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ μέσα στὸ πλῆθος κήρυξε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό, λέγοντας:

– Μάθετε καλά, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Χριστός, αὐτὰ δὲ ποὺ σεῖς λατρεύετε εἶναι ξύλα ἀναίσθητα.

Ὅλοι συγκεντρώθηκαν γύρω του γεμάτοι ἀπορία, γιὰ τὸ πῶς τόλμησε αὐτὸς μόνος νὰ παρουσιασθῆ μπροστά. Ὅσοι πάλι ἦσαν κρυφοὶ Χριστιανοὶ χάρηκαν γιὰ τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔπιασαν τὸν Ἅγιο καὶ κτυπώντας τον, τὸν ἔφεραν μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως Πύρρο.

 

Ὁ Πύρρος σεβάστηκε τὸν Ἅγιο ἐξ’ αἰτίας τῆς ἡλικίας του -ἦταν τότε πενήντα ἐτῶν- καὶ τῆς σεβασμίας μορφῆς του. Τὸν ρώτησε, λοιπόν, μὲ ἡμερότητα:

– Ποιὸς εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἀπὸ ποῦ εἶσαι καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θρησκεία σου;

Πατρίδα μου εἶναι ἡ Αἴγυπτος, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, ὀνομάζομαι Μηνᾶς καὶ ἤμουν κάποτε στρατιώτης. Ἐπειδὴ, ὅμως, εἶσθε ἀσεβεῖς καὶ εἰδωλολάτρες, ἄφησα τὸ στράτευμα καὶ πῆγα στὸ βουνό. Τώρα δὲ, ἦλθα νὰ παρουσιασθῶ μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ νὰ ὁμολογήσω τὴν πίστη μου στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὲ ὁμολογήση καὶ ἐκεῖνος σὰν δοῦλο του στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως τὸ λέγει καὶ μόνος του: «Ὅστις μὲ ὁμολογήση ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγῶ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου, τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Θυμωμένος ὁ Πύρρος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, διατάζει τὴν φυλάκιση τοῦ Μηνᾶ, μέχρι νὰ σκεφθῆ πῶς θὰ τὸν θανατώση.

Τὸ ἄλλο πρωί, ἀφοῦ εἶχε τελειώσει πλέον ἡ ἑορτή, ἔφερε πάλι ὁ ἡγεμόνας τὸν Ἅγιο μπροστά του καὶ τὸν κατηγόρησε γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτα, διότι ἄφησε τὴν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιᾶ στὸ στρατὸ καὶ δεύτερο, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ μιλήση μὲ ἀσέβεια ἐμπρὸς σὲ τόσο πλῆθος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς.

Ὁ Ἅγιος τότε μὲ θάρρος προσπάθησε ν’ ἀπολογηθῆ:

– Ναί, ἄρχοντα, ἔτσι πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε φανερὰ καὶ μὲ θάρρος καὶ νὰ μὴν φοβούμεθα, καθὼς ἐκεῖνος εἶπε: «ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μάτθ. ἰ’ 28), ἀλλὰ νὰ τὸν κηρύττωμε μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὰ λόγια, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδαξε λέγοντας: «Καρδία γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρώμ. ἰ’ 10).

 

– Βλέπω, Μηνᾶ, ὅτι δὲν εἶσαι νέος ἄμυαλος, γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνης τὸ συμφέρον σου. Βρίσκεσαι πλέον σὲ γεροντικὴ ἡλικία. Μὴ φανῆς ἀνόητος καὶ ἀφήσης τὴ γλυκειὰ ζωὴ προτιμώντας τὸν θάνατο. Σκέψου φρόνιμα καὶ θὰ τιμηθῆς ἀπὸ τὸν βασιλιά, ἀλλὰ καὶ οἱ θεοὶ θὰ σὲ συγχωρήσουν καὶ ἂς τοὺς ὕβρισες χθές.

 

Ὁ Ἅγιος γέλασε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀποκρίθηκε:

– Τίποτα δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ μὲ χωρίση ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, οὔτε τιμές, ἀλλὰ οὔτε καὶ βασανιστήρια. Δοκίμασε, ἂν θέλης, καὶ θὰ δής.

 

Βασανιστήρια σκληρὰ

 

Τότε ὁ Πύρρος μὲ πολὺ θυμὸ λέγει στοὺς στρατιῶτες:

 

– Πιάστε αὐτὸν τὸν ἀσεβῆ καὶ τεντῶστε τὰ μέλη του καὶ κτυπῆστε τὸν ἀλύπητα, γιὰ ν’ ἀπολαύση ὅ,τι ζητάει.

 

Δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς ἄλλαξαν οἱ στρατιῶτες, ἐπειδὴ ἐκουράζοντο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καρτερικὰ ὑπέμενε, ὥστε ὅλοι ἀποροῦσαν καὶ τὸν θαύμαζαν.

Κάποιος παλιὸς φίλος τοῦ Ἁγίου, στρατιώτης, ποὺ λεγόταν Πηγάσιος, βλέποντας τὸ καταπληγωμένο σῶμα τοῦ Ἁγίου, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ λέγει:

– Δὲν βλέπεις, Μηνᾶ, ὅτι διαλύθηκε τὸ σῶμα σου ἀπὸ τὶς πληγές; Θέλεις νὰ πεθάνεις ἄδικα; Πές ὅτι θὰ θυσιάσης καὶ ὁ θεός σου θὰ σὲ συγχωρήση, γιατί βλέπει ὅτι δὲν τὸ κάνεις μὲ τὴ θέλησή σου.

Ὁ Ἅγιος τότε μὲ ἱερὴ ἀγανάκτησή τοῦ ἁπαντά:

– «Ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ψάλμ. στ’ 9). Φύγε ἀπὸ μένα ἐχθρέ τῆς ἀλήθειας, ποὺ δὲν εἶσαι φίλος. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου μόνο λατρεύω καὶ θὰ μὲ δυναμώση νὰ ὑποφέρω τὶς πληγές.

Βλέποντας ὁ Πύρρος τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν δέσουν ψηλὰ σὲ ξύλο ὄρθιο καὶ μὲ σιδερένια νύχια νὰ τοῦ σχίζουν τὶς σάρκες του. Ἐνῶ ὁ Ἅγιος ὑφίστατο αὐτὸ τὸ σκληρὸ μαρτύριο, ὁ ἄρχοντας τὸν περιέπαιζε λέγοντας:

– Κατάλαβες, Μηνᾶ, καθόλου πόνο στὸ σῶμα σου, ἢ θέλεις νὰ σοῦ προσθέσωμε κι ἄλλες τιμωρίες γιὰ νὰ χαρῆς περισσότερο;

– Τί νομίζεις, ἄρχοντα, ὅτι μὲ τέτοια παιγνίδια θὰ μὲ ἀποσπάσεις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη; ἀποκρίνεται ὁ Μηνᾶς.

– Ἄφησε τὴν κακὴ ἐπιμονή, Μηνᾶ, καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό· τὸν συμβουλεύει ὁ Πύρρος.

– Δὲν ἀρνοῦμαι ἐγώ, ἄρχοντα, τὸν αἰώνιο καὶ οὐράνιο Βασιλιὰ γιὰ νὰ ὑποταχθῶ στὸ φθαρτὸ καὶ γήινο.

 

Βλέποντας ὁ Πύρρος τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου προσπαθεῖ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ τὸν κερδίση.

 

– Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ αἰώνιος βασιλιάς, Μηνᾶ;

– Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὑποτάσσεται γῆ καὶ οὐρανός.

– Καὶ δὲν ξέρεις, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὀργίζονται οἱ αὐτοκράτορες καὶ διατάζουν νὰ τιμωροῦμε χωρὶς ἔλεος;

 

– Ἂν ὀργίζωνται οἱ αὐτοκράτορες, ἐμένα δὲν μὲ στενοχωρεῖ, οὔτε τὸ σκέπτομαι. Ἐγὼ ἔχω ἕνα σκοπὸ· νὰ πεθάνω ὁμολογώντας τὸ Χριστό, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχωρὶα ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρώμ. ἠ’ 35).

Στὴ συνέχεια ὁ Μάρτυρας ὑπομένει σειρὰ βασανιστηρίων. Τοῦ τρίβουν τὸ πληγωμένο σῶμα μὲ τρίχινο ὕφασμα ἢ τοῦ καίουν τὰ μέλη μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τὰ λόγια του κατὰ τὴν ὥρα τῶν φοβερῶν μαρτυρίων εἶναι:

– Σήμερα βγάζω τὰ δερμάτινα ἐνδύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ παίρνω τὸ φωτεινὸ ἔνδυμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔχω τὸν Χριστό μου βοηθό, ποὺ εἶπε νὰ μὴν φοβούμεθα «ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι».

 

Ὁ Πύρρος ἀποροῦσε μὲ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ μάρτυρος καὶ τοῦ λέγει:

 

– Πές μου, Μηνᾶ, ἀπὸ πού σοῦ ἦλθε τόση σοφία καὶ ἀπαντᾶς ἔτσι ἐσὺ ἕνας στρατιώτης συνηθισμένος σὲ πολέμους καὶ σφαγές;

– Ὁ Θεός μου μοῦ δίνει τὴν σοφία γιὰ νὰ ἐλέγχω τὴν ἀσέβειά σας. Αὐτὸς εἶπε: Ὅταν πάτε μπροστὰ σὲ τυράννους γιὰ τὸ ὄνομά μου μὴ σκεφθῆτε τί θὰ πῆτε, διότι θὰ σᾶς δοθῆ ἐκείνη τὴν ὥρα σοφία» ἡ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμίν» (Λούκ. κα’ 15).

 

– Ἐγνώριζε ὁ Χριστός σας, ὅτι πρόκειται οἱ Χριστιανοὶ νὰ τιμωρηθῆτε ἀπό μᾶς; ρωτᾶ ὁ Πύρρος.

– Ἐπειδὴ εἶναι ἀληθινὸς Θεός, βεβαίως τὸ ἐγνώριζε.

 

Ὁ ἄρχοντας δὲν ἤξερε πλέον τί ἄλλο νὰ πῆ καὶ προσπαθεῖ πάλι νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπὸ τοῦ λέγοντας:


– Ἄφησε τὰ μάταια λόγια, Μηνᾶ, καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ τὴν φιλία σου μέ μᾶς κερδίζοντας τὴν ζωή σου, ἢ τὴν ὁμολογία στὸ Χριστό σου κερδίζοντας τὸν θάνατο.

Καὶ ὁ Ἅγιος:

– Μὲ τὸν Χριστό μου ἤμουν, εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι πάντα.

– Σὲ λυπᾶμαι, Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω. Ἔχεις μία ὧρα ἀκόμα νὰ σκεφθῆς καὶ νὰ ἀποφασίσης γιὰ τὴν σωτηρία σου.

– Καὶ δέκα χρόνια νὰ μ’ ἀφήσης δὲν πρόκειται νὰ ἀποφασίσω κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτό: νὰ κηρύττω τὸν Χριστό μου Θεὸ ἀληθινὸ καὶ νὰ ὀνομάζω τοὺς δικούς σας θεοὺς ξύλα καὶ δαιμόνια.

 

Μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.

 

Τὰ βασανιστήρια συνεχίσθηκαν σκληρότερα, μέχρι ποὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ ἄρχοντα ποὺ λεγόταν Ἠλιόδωρος, συμβούλευσε τὸν Πύρρο λέγοντας:

 

– Ἀφέντη μου, οἱ Χριστιανοί, ὅπως καὶ σὺ ξέρεις, εἶναι πολὺ ἐπίμονοι καὶ δὲν ἀλλάζουν γνώμη. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆς, λοιπόν, ἀπ’ αὐτόν, διάταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

 

Ὁ Πύρρος συμφώνησε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ τὴν θανάτωση μὲ ἀποκεφαλισμό.

 

Ἐνῶ ἐβάδιζε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν τόπο τῆς καταδίκης του, εἶπε σὲ μερικοὺς κρυφοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἀκολουθοῦσαν:

 

– Σᾶς παρακαλῶ, μετὰ τὸν θάνατό μου, νὰ πάρετε τὸ σῶμα μου καὶ νὰ τὸ πάτε στὴν πατρίδα μου τὴν Αἴγυπτο.

Μόλις ἔφθασαν στὸ καθωρισμένο μέρος, ὁ Μάρτυρας ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ προσευχόμενος ἔλεγε:

– Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, γιατί μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω κοινωνὸς τῶν παθημάτων. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μὲ κράτησες σταθερὸ στὴν ὁμολογία μου. Σὲ παρακαλῶ, παράλαβε τὴν ψυχή μου στὴν βασιλεία Σου.

Αὐτὰ ἦταν καὶ τὰ τελευταῖα λόγια του Ἁγίου. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 11 Νοεμβρίου. Τὸ σῶμα του καὶ τὸ κεφάλι του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Ὅ,τι ἀπέμεινε τὸ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὴν παραγγελία τοῦ Ἁγίου.

 

Πηγή

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει

Νὰ ζητᾶτε καθημερινὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σας καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν Τὸν βρεῖτε, σταθεῖτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, γιατὶ ἡ καρδιά σας ἔγινε θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεῖτε τὸν Κύριο, ταπεινωθεῖτε μέχρι τὸ χῶμα, γιατὶ ὁ Κύριος βδελύσσεται τοὺς ὑπερήφανους, ἐνῶ ἀγαπάει καὶ ἐπισκέπτεται τοὺς ταπεινοὺς στὴν καρδιά.

Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει. Στὸν ἀγώνα ἐντοπίζουμε τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ὅποιος δὲν ἀγωνίστηκε, δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του.

Προσέχετε καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμα παραπτώματα. Ἂν σᾶς συμβεῖ ἀπὸ ἀπροσεξία κάποια ἁμαρτία, μὴν ἀπελπιστεῖτε, ἀλλὰ σηκωθεῖτε γρήγορα καὶ προσπέστε στὸ Θεό, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς ἀνορθώσει.

Μέσα μας ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἐλαττώματα βαθιὰ ριζωμένα, πολλὰ εἶναι καὶ κληρονομικά. Ὅλα αὐτὰ δὲν κόβονται μὲ μία σπασμωδικὴ κίνηση οὔτε μὲ τὴν ἀδημονία καὶ τὴ βαρειὰ θλίψη, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ καρτερία, μὲ φροντίδα καὶ προσοχή.

 

Ἅγιος Νεκτάριος

Μια όμορφη ιστορία για τους αγγέλους

Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:

Σε παρακαλώ Κύριε, μη με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσομε όλοι μαζί την Ουράνια μακαριότητα.

Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση. Πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι.

Οι Αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινοβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανήγυρη. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς, άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπάκουσε στην θεία προσταγή…

Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένο χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογκά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.

-Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω κι’ έφυγε. Τι έγινε, κι’ εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.

-Τι να σου κάνουμε γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.

Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.

Σε λίγο να κι’ ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξη:

-Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι. Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.

-Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.

Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθιά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.

-Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;

-Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.

-Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε αποφασιστικά ο γέρο Ηγούμενος, κι ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.

-Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι’ εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ’ ελεήσει ο Θεός.

-Δε σ’ αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλη.

Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να σέρνει τα πόδια του. Παράδοξο πράγμα! Σιγά-σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να ιδεί τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.

-Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκιά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ’ αξιωθούν οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.

Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ουράνια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίσει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώσει χαρακτήρες».

 

Πηγή: Από το Γεροντικό

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Ο προσκυνητής

Τα βουνά περνάω

 και τις θάλασσες περνώ

 Κάποιον αγαπάω

 Δυο ευχές κρατάω

 και δυο τάματα κρατώ

 Περπατώ και πάω

 

 Κάποιος είπε πως η αγάπη

 σ' ένα αστέρι κατοικεί

 αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί

 Κάποιος είπε πως ο έρωτας

 για μια στιγμή κρατά

 αύριο βράδυ θα 'ναι αργά

 

 Στα πουλιά μιλάω

 και στα δέντρα τραγουδώ

 Κάποιον αγαπάω

 Κι όταν τραγουδάω

 προσευχές παραμιλώ

 περπατώ και πάω

 

 Κάποιος είπε πως ο δρόμος

 είναι η φλέβα της φωτιάς

 ψυχή μου πάντα να κυλάς

Κάποιος είπε πως ταξίδι

 είναι μόνο η προσευχή

 καρδιά μου να 'σαι ζωντανή

 

 Κάποιος είπε πως η αγάπη

 σ' ένα αστέρι κατοικεί

 αύριο βράδυ θα 'μαι εκεί

 Κάποιος είπε πως ο έρωτας

 για μια στιγμή κρατά

 αύριο βράδυ θα 'ναι αργά.


Δίσκος, Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή

Στίχοι: Αλκίνοος Ιωαννίδης

 Μουσική: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Μέσα στην έρημο του κόσμου

"Μπορεί κανείς σήμερα να ζει μέσα στον κόσμο ως αληθινός χριστιανός; Μπορούν αυτά τα δύο -χριστιανική ζωή και κόσμος- να συμβιβαστούν; Μπορούν να συνυπάρχουν;"

Όποιος χριστιανός είναι ειλικρινής, δεν θα δυσκολευτεί να ομολογήσει ότι είναι έντονη η ερημιά και η μοναξιά που βιώνει ο σημερινός χριστιανός μέσα στην πολυάριθμη έρημο της σύγχρονης ανταγωνιστικής κοινωνίας. Και αυτό συμβαίνει, διότι έφυγε από το θεμέλιό του, που είναι το να έχει κοινωνία με τον Θεό εν Πνεύματι Αγίω. Ξέχασε την καταγωγή του, αρνήθηκε τον προορισμό του -"ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν"- και αντί να ζει ως "πάροικος και παρεπίδημος", ως αληθινός ερημίτης μέσα στον κόσμο, κάνοντας χρήση και όχι κατάχρηση του κόσμου, ζήτησε προσβάσεις προς τον κόσμο. Προτιμώντας την εύκολη λύση της ικανοποιήσεως του εγώ, θεοποίησε τον εαυτό του.

 

Από το ομότιτλο βιβλίο του π. Συμεών Κραγιόπουλου

Ο Θεός είναι πανταχού παρόν

Ὁ Θεός εἶναι καί ἔξω ἀπό τό σύμπαν, καί μέσα στό σύμπαν, εἶναι παντοῦ. Οἱ ἄγγελοι κινοῦνται ἔξω ἀπό τό σύμπαν, ἀλλά μποροῦν νά μπαίνουν καί μέσα σ᾽ αὐτό ὅταν τούς δοθῆ ἐντολή ἀπό τόν Θεό. Οἱ ἄγγελοι κινοῦνται σέ μία πραγματικότητα πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν χρόνο καί τόν χῶρο, ἔξω ἀπό τό σύμπαν, πού λέγεται ''αἰῶνες''. Ἀπό αὐτήν τήν πραγματικότητα οἱ ἄγγελοι φεύγουν καί εἰσέρχονται στόν χῶρο καί τόν χρόνο τόν δικό μας, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτωνται. Τό ἴδιο καί οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἀνθρώπων. Φεύγουν δηλαδή ἀπό τήν δική τους πραγματικότητα καί μπαίνουν μέσα στήν δική μας. Καί αὐτό συμβαίνει ἔτσι, γιατί τέτοια ἐξουσία τούς ἔχει δώσει ὁ Θεός.

Ὁ Θεός ὅμως εἶναι ἔξω καί ἀπό τήν δική τους πραγματικότητα, ἔξω καί ἀπό τούς αἰῶνες. Ὁ Θεός εἶναι ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα καί τίς διαστάσεις τῶν κτισμάτων, καί τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἔξω ἀπ᾽ αὐτά, ἀλλά ταυτόχρονα εἶναι καί πανταχοῦ παρών, δηλαδή καί μέσα σ᾽ αὐτά, γιατί διεισδύει παντοῦ, ἀφοῦ δέν ἐμποδίζεται ἀπό τίποτε. Εἶναι ὁ Δημιουργός πού ἔκανε τά κτίσματα καί τίς πραγματικότητές τους. Ὁ Θεός πρῶτα δημιούργησε τούς αἰῶνες καί μέσα σ᾽ αὐτούς ἔβαλε τούς ἀγγέλους, τά ἄϋλα δημιουργήματά Του. Μετά, ὁ Θεός δημιούργησε τόν χῶρο καί τόν χρόνο, καί μέσα σ᾽ αὐτές τίς διαστάσεις ἔβαλε τά οὐράνια σώματα, καί τήν γῆ, ὅπου ἐπάνω της ἔβαλε τόν ἄνθρωπο.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

Επιμέλεια: Δαμασκηνός Αγιορείτης μοναχός

 

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Όποιος δαμάζει τον θυμό του, εύκολα θα συγκρατήσει τον εαυτόν του από όλα τα κακά!

«Ο ωργισμένος άνθρωπος είναι τυφλός και τρελλός. Δεν συναισθάνεται τί λέει και τί κάνει. Συχνά, μετά το ξέσπασμά του, μετανοεί πικρά γιά όσα άτοπα είπε και έκανε. Γιατί η οργή που δεν δαμάζεται, συγχύζει τον νου, ταράσσει την ψυχή, καταστρέφει την λογική, φυγαδεύει το Πνεύμα του Θεού και αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο στα χέρια του διαβόλου…

Όποιος δαμάζει τον θυμό του, εύκολα θα συγκρατήσει τον εαυτόν του από όλα τα κακά! Αν λοιπόν συμβή ποτέ να οργισθής με κάποιον, μην πεις τίποτε. Σιώπησε ή φύγε, και μην επιτρέψεις να βγει από μέσα σου η φλόγα της οργής, που θα κατακαύσει και σένα και εκείνους που σε περιβάλλουν. Και όταν η καρδιά σου ειρηνεύσει, τότε πες, αν χρειάζεται, δύο λόγια αγάπης για την “οικοδομήν της χρείας”. Ένας ειρηνικός και πράος λόγος, είναι πιο καρποφόρος και πειστικός, από χίλια λόγια ωργισμένα, έστω και σωστά»!!

 

Άγιος Δημήτριος Μητροπολίτης Ροστώφ (1651-1709)

 

Πηγή

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Ησύχαζε καρδιά μου…

Ποιος αντέχει σήμερα την ησυχία, τη σιωπή, τη σιγή; Ο κόσμος έχει πια μάθει,έχει από καιρό εθιστεί στο θόρυβο και τη βαβούρα. Ένα ράδιο να παίζει ασταμάτητα αδιάφορους σκοπούς, η τηλεόραση απλά ανοικτή χωρίς κανείς να παρακολουθεί, συζητήσεις κουραστικές κι ανούσιες δίχως καμμιά ωφέλεια για τη ψυχή.

Τρομάζει ο άνθρωπος φοβάται, δειλιάζει ν' αντικρίσει τον εαυτό του στη σιωπή. Όμως στα ταραγμένα νερά τα είδωλα είναι πάντοτε θολά και η φασαρία γίνεται τελικά ο νεκροθάφτης της αυτογνωσίας.

Ο Άγιος Συμεων ο νέος Θεολόγος λέει πως, πρέπει να βρούμε ένα ήσυχο τόπο μια ήσυχη ώρα για να βρούμε την ησυχία μέσα μας κι έτσι να μάθουμε τον εαυτό μας. Η σιωπή είναι η γη η αγαθή που γεννά την προσευχή. Όταν όλα γύρω σου και μέσα σου ησυχάσουν μπορείς ν'αντικρίσεις στα βάθη της ψυχής τον αληθινό εαυτό σου, μπορείς να κοινωνήσεις με τον τριαδικό Θεό σου.

 

Ησύχαζε καρδιά μου...

 

Αλέξης Αλεξάνδρου 24/1/20

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς

Ημερομηνία Εορτής: 04/11/2024

 

Kάτω βασιλεύς ων το πριν στεφηφόρε,

Άνω Bασιλεύς νυν εδείχθης, ω κλέους!

 

Ἔχει, Ἰωάννη, σὲ οὐρανοῦ δόμος,

μολόντα Κωνσταντῖνον ὡς πάλαι μέγαν.

Λῆξιν Ἰωάννην πρὸς ἀκήρατον ἦλθε τετάρτη.

 

Προφητείες, θρύλοι και διηγήσεις που ζωντανεύουν στις μνήμες μας τον μαρμαρωμένο βασιλιά συνδέονται άρρηκτα με θαύματα και γεγονότα που σχετίζονται με τον Άγιο βασιλιά Ιωάννη Βατάτζη! Ξετυλίγοντας το κουβάρι του θαυμαστού βίου του θα διαπιστώσουμε ότι ο ευσεβής βασιλέας Ιωάννης ο Βατάτζης, είχε θέσει προτεραιότητα στη ζωή του την ελεημοσύνη! Με βάση το έλεος και την αγάπη αντιμετώπισε με τη βοήθεια του Θεού ακανθώδη ζητήματα της εποχής του. Το χριστιανικό ήθος και η προσήλωσή του στο γράμμα του ευαγγελίου συνέβαλαν στο να επιλύσει το πρόβλημα της φτώχειας. Προβάλλοντας το έλεος συνάντησε τον Θεό, όπως λέγει η ρήση του προφήτη και βασιλιά Δαυίδ! Και έτσι επίλυσε οριστικά όπως αναφέρει ο βιογράφος του και το δικό του πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή του πνευματικού θανάτου, όπως αποκαλύπτει το άφθαρτο σκήνωμά του.

Μία λοιπόν από τις μεγάλες φυσιογνωμίες που λάμπρυναν την Εκκλησία και την χριστιανική αυτοκρατορία είναι ο Άγιος Βασιλέας Ιωάννης ο 3ος, Δούκας Βατάτζης ο οποίος για τις μεγάλες ελεημοσύνες του έλαβε την προσωνυμία Ελεήμων. Γεννήθηκε στα 1193 μ.Χ. στο Διδυμότειχο και ήταν γόνος της επιφανούς οικογένειας του Βυζαντίου. Το 1204 μ.Χ., μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους σταυροφόρους, η βυζαντινή αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα αντίπαλα βασίλεια, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, την αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, όπου κατέφυγε ο νόμιμος αυτοκράτορας και ο οικουμενικός Πατριάρχης, το Δεσποτάτο της Ηπείρου στη δυτική Ελλάδα και τέλος το βουλγαρικό βασίλειο του Ιωάννη του 2ου του Ασάνη. Στα 1222 μ.Χ., ο Ιωάννης Δούκας Βατάτζης διαδέχθηκε στο θρόνο της Νίκαιας τον θείο του Θεόδωρο Λάσκαρη και χάρη στην πολιτική του ικανότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει τις βυζαντινές δυνάμεις κατά τα πρότυπα της παλαιάς αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης σαν αυτοκράτορας, επέδειξε τις εξαιρετικές ιδιότητες ενός πολιτικού αρχηγού και τις αρετές ενός χριστιανού ηγεμόνα. Χάρη σε μία σειρά από λαμπρές στρατιωτικές νίκες και έξυπνους χειρισμούς εξασφάλισε μέσα σε λίγα χρόνια τον έλεγχο της Μικράς Ασίας και ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που βρίσκονταν στα χέρια των Λατίνων. Κατέλαβε την Ανδριανούπολη, και το 1254 μ.Χ. όταν πέθανε, η αυτοκρατορία της Νικαίας περιελάμβανε στην πραγματικότητα τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας πριν τη φραγκική κατάκτηση. Δεν απέμενε πλέον παρά η κατάληψη της Βασιλεύουσας, η οποία επιτεύχθηκε από τον διάδοχό του, Μιχαήλ 8ο τον Παλαιολόγο το έτος 1261 μ.Χ. και η οποία από τους ιστορικούς χρεώνεται στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Βατάτζη.

Εμφορούμενος από φλογερό ζήλο για το καλό της Εκκλησίας, ο Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης διεξήγαγε πολλές διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Γρηγόριο τον 9ο. Ματαίως όμως, γιατί ο Πάπας επέμενε στις απόψεις του.

Ο ευσεβής ηγέτης της Νίκαιας Ιωάννης είχε ήπιο χαρακτήρα, απλό και φιλήσυχο. Όλοι μπορούσαν να τον πλησιάζουν για να βρουν σε αυτόν στήριξη και κατανόηση. Ήταν ένθερμος προστάτης των αδικημένων και ιδιαιτέρως των αγροτών που καταπιέζονταν από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Εκτός από τους πολέμους καταπιάστηκε επιπλέον και με την αναδιοργάνωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Μία ημέρα που συνάντησε τον ίδιο τον γιο του, ντυμένο με ακριβά ρούχα να πηγαίνει για κυνήγι, τον επιτίμησε αυστηρά λέγοντάς του:

«Πως μπορείς να ξοδεύεις έτσι το χρήμα των υπηκόων σου, σε τέτοιες μάταιες ασχολίες; Δεν γνωρίζεις ότι τα πολύτιμα τούτα ρούχα με τα χρυσά κεντήματα γίνονται από το αίμα των Ρωμιών, και ότι πρέπει να δίνεις σ’ αυτούς λογαριασμό για ότι ξοδεύεις, αφού ο πλούτος των βασιλέων είναι πλούτος των υπηκόων τους»;

Στις 4 Νοεμβρίου του 1254 μ.Χ. ο ευσεβής αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης ο 3ος ο Βατάτζης παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού, που είχε κτίσει ο ίδιος στο Νυμφαίο της Βιθυνίας.

Στα επόμενα χρόνια δια αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης ζήτησε να μεταφερθεί το λείψανό του στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Όταν μετά από 7 χρόνια άνοιξαν τον τάφο του, μία γλυκειά ευωδία απλώθηκε τριγύρω. Έκπληκτοι διαπίστωσαν όλοι ότι και το σώμα του ήταν άφθαρτο, σαφές δείγμα αγιότητας. Δεν είχε κανένα απολύτως σημείο που να φανερώνει ότι ήταν νεκρός. Το χρώμα του σώματος ήταν όπως κάθε φυσιολογικού ανθρώπου, ακόμη κι αυτά τα ρούχα του είχαν διατηρηθεί επί 7 χρόνια άφθορα και έμοιαζαν σαν να τα είχαν ράψει εκείνη τη στιγμή. Έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που τον δοξάζουν στη γη.

 

Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά

 

Από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη του Βατάτζη του ελεήμονος, κατατέθηκε σε Ναό της Μαγνησίας. Μάλιστα όπως σημειώνει ο βιογράφος του, χριστιανοί που προσέφευγαν στον άγιο ανταμείβονταν θαυμαστά. Στο ιερό λείψανο ασθένειες θεραπεύονταν, διώκονταν δαίμονες....

Ο ιστορικός της εποχής αναφέρει ακόμα ότι επί βασιλείας του Ανδρόνικου του Παλαιολόγου κατά τις επιδρομές των Τούρκων στην Μαγνησία, ο καστροφύλακας παρατήρησε πολλές φορές μία αναμμένη λαμπάδα να περιφέρεται στα τείχη. Έστειλε ανθρώπους του να ερευνήσουν το φαινόμενο μα δεν τα κατάφεραν. Τέλος εστάλη ο κωφάλαλος αδελφός του καστροφύλακα. Σ’ αυτόν έγινε η αποκάλυψη και επιστρέφοντας του δόθηκε και η θεραπεία. Και έτσι διηγήθηκε ότι στο μέρος εκείνο που φαινόταν το φως της λαμπάδας, βρήκε έναν άνδρα μεγαλοπρεπή με βασιλικό παράστημα ο οποίος μεγαλοφώνως προέτρεπε τους χριστιανούς να συνεχίσουν την άμυνα. Την μορφή αυτή την αναγνώρισε στο ιερό σκήνωμα του Αγίου Βασιλέως Ιωάννη Βατάτζη. Από τότε αναγνωρίσθηκε ως Άγιος και η μνήμη του ορίσθηκε να τιμάται στις 4 Νοεμβρίου. Το άφθαρτο λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη που είχε ήδη ελευθερωθεί από τους Φράγκους όπου και το τύλιξε ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά. Κατά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους κρύφθηκε σε κάποια κατακόμβη. Κι από τότε καρτερεί την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας. Ακόμη ο θρύλος λέγει ότι μαζί του ο Άγιος βασιλέας έχει τη σπάθη του μέσα στο θηκάρι της και ότι κάθε χρόνο η λεπίδα του σπαθιού ξεπροβάλλει μερικά χιλιοστά, μέχρι που να φθάσει η στιγμή να ξεπροβάλλει ολόκληρη η σπάθη τότε θα έρθει και η ώρα που καρτερεί η ρωμιοσύνη, να πάρει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Σύγχρονος άγιος γέροντας ασκητής αναφέρει πως εδώ και λίγο καιρό ο Ελεήμων Άγιος βασιλιάς έχει αναστηθεί και πως το ξίφος βγήκε εντελώς από το θηκάρι του. Περιφέρεται με τη μορφή παλιάτσου στην Πόλη και κατευθύνει τις στρατιές των Αγίων ώστε να λάβουν θέση γύρω από τη Βασιλεύουσα. Υποστηρίζει μάλιστα πως το ιερό λείψανο φυλασσόταν από οικογένεια κρυπτοχριστιανών που διατηρούσε το μυστικό από γενιά σε γενιά. Αυτό ακριβώς το γεγονός που με τη μορφή διήγησης αναφέρει ο άγιος αυτός γέροντας ασκητής σηματοδοτεί σειρά γεγονότων που θα επαληθεύσουν τις προφητείες του Αγίου Κοσμά πολύ-πολύ γρήγορα. Αυτά κι άλλα πολλά λένε οι θρύλοι και οι διηγήσεις για το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Βασιλέα Ιωάννη του 3ου του Βατάτζη, του Ελεήμονος.

Όλοι αυτοί οι θρύλοι και οι προφητείες ηχούν παράξενα στα αυτιά μας. Όπως και να είναι όμως οφείλουμε να τις εκλάβουμε ως βάση αξιολόγησης της προσωπικής αξίας του Αγίου Ιωάννη του Βατάτζη, του Ελεήμονος, του μαρμαρωμένου βασιλιά της ρωμιοσύνης. Βάση που συντελεί ώστε να τον ακολουθούν αιώνες αιώνων αναδεικνύοντας δια της αφθαρσίας του τιμίου λειψάνου και την αιωνιότητα της μνήμης του κι επαληθεύοντας το λόγο της Αγίας Γραφής ότι ο ελεήμων «εκ θανάτου ρύεται».

 

Πηγή: https://www.saint.gr