Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, οἱ δὲ γονεῖς του ἦταν εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ἐνηλικιώθηκε,
γράφτηκε στὴν τάξη τῶν στρατιωτικῶν. Ὑπηρέτησε στὰ βασιλικὰ στρατεύματα, στὰ
Νούμερα (στρατιωτικὰ τάγματα) τὰ λεγόμενα Ρουταλικά, ὑπὸ τὸν ἡγεμόνα Ἀργυρίσκο,
στὸ Κοτυάειο τῆς Φρυγίας.
Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ, ὁ Ταξίαρχος Φιρμηλιανὸς μάζεψε στρατιῶτες καὶ ἐπῆγε στὴν Μπαρμπαριὰ -ἔτσι
ὠνομαζόταν τότε ἡ Β. Ἀφρική- γιὰ νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ ἐχθρούς. Μαζὶ μὲ τοὺς
στρατιῶτες ποὺ πῆρε, ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ποὺ ξεχώριζε τόσο γιὰ τὴν ἀνδρεία
του ὅσο καὶ γιὰ τὴ φρόνησή του.
Κάποια ἡμέρα
δόθηκε διαταγὴ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ οἱ στρατιῶτες νὰ συλλαμβάνουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ
νὰ τοὺς βασανίζουν μέχρι ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ὁ Μηνᾶς ἐμίσησε αὐτὸ τὸ ἀσεβὲς
πρόσταγμα καὶ ἀφήνοντας τὴ στρατιωτικὴ ζωὴ ἔφυγε καὶ ἀνέβηκε στὸ βουνό, ὅπου ἦταν
πάνω ἀπὸ τὸ Κοτυάειο.
Προτίμησε νὰ
ζῆ μὲ τὰ θηρία, παρὰ νὰ βρίσκεται μὲ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ
ἔμεινε ἀρκετὸ καιρὸ καθαρίζοντας συνεχῶς τὸν ἑαυτό του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ
προσευχή. Ἄναψε στὴν καρδιὰ του ὁ πόθος τῆς ὁμολογίας καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁμολογία ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος.
Μία μέρα,
λοιπόν, ποὺ εἶχαν μεγάλο πανηγύρι οἱ εἰδωλολάτρες, κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ
μέσα στὸ πλῆθος κήρυξε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό, λέγοντας:
– Μάθετε
καλά, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Χριστός, αὐτὰ δὲ ποὺ σεῖς λατρεύετε εἶναι
ξύλα ἀναίσθητα.
Ὅλοι
συγκεντρώθηκαν γύρω του γεμάτοι ἀπορία, γιὰ τὸ πῶς τόλμησε αὐτὸς μόνος νὰ
παρουσιασθῆ μπροστά. Ὅσοι πάλι ἦσαν κρυφοὶ Χριστιανοὶ χάρηκαν γιὰ τὸ θάρρος τοῦ
Ἁγίου. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔπιασαν τὸν Ἅγιο καὶ κτυπώντας τον, τὸν ἔφεραν μπροστὰ
στὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως Πύρρο.
Ὁ Πύρρος
σεβάστηκε τὸν Ἅγιο ἐξ’ αἰτίας τῆς ἡλικίας του -ἦταν τότε πενήντα ἐτῶν- καὶ τῆς
σεβασμίας μορφῆς του. Τὸν ρώτησε, λοιπόν, μὲ ἡμερότητα:
– Ποιὸς εἶσαι,
ἄνθρωπέ μου, ἀπὸ ποῦ εἶσαι καὶ ποιὰ εἶναι ἡ θρησκεία σου;
– Πατρίδα μου εἶναι ἡ Αἴγυπτος, ἀποκρίθηκε
ὁ Ἅγιος, ὀνομάζομαι Μηνᾶς καὶ ἤμουν κάποτε στρατιώτης. Ἐπειδὴ, ὅμως, εἶσθε ἀσεβεῖς
καὶ εἰδωλολάτρες, ἄφησα τὸ στράτευμα καὶ πῆγα στὸ βουνό. Τώρα δὲ, ἦλθα νὰ
παρουσιασθῶ μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ νὰ ὁμολογήσω τὴν πίστη μου στὸν Χριστό, γιὰ νὰ
μὲ ὁμολογήση καὶ ἐκεῖνος σὰν δοῦλο του στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως
τὸ λέγει καὶ μόνος του: «Ὅστις μὲ ὁμολογήση ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω
καγῶ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου, τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Θυμωμένος ὁ
Πύρρος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, διατάζει τὴν φυλάκιση τοῦ Μηνᾶ, μέχρι νὰ σκεφθῆ πῶς θὰ
τὸν θανατώση.
Τὸ ἄλλο
πρωί, ἀφοῦ εἶχε τελειώσει πλέον ἡ ἑορτή, ἔφερε πάλι ὁ ἡγεμόνας τὸν Ἅγιο μπροστά
του καὶ τὸν κατηγόρησε γιὰ δυὸ λόγους: πρῶτα, διότι ἄφησε τὴν ὑπηρεσία τοῦ
βασιλιᾶ στὸ στρατὸ καὶ δεύτερο, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ μιλήση μὲ ἀσέβεια ἐμπρὸς σὲ
τόσο πλῆθος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς.
Ὁ Ἅγιος τότε
μὲ θάρρος προσπάθησε ν’ ἀπολογηθῆ:
– Ναί, ἄρχοντα,
ἔτσι πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε φανερὰ καὶ μὲ θάρρος καὶ νὰ μὴν φοβούμεθα, καθὼς ἐκεῖνος
εἶπε: «ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι»
(Μάτθ. ἰ’ 28), ἀλλὰ νὰ τὸν κηρύττωμε μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὰ λόγια, ὅπως ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος μᾶς δίδαξε λέγοντας: «Καρδία γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται
εἰς σωτηρίαν» (Ρώμ. ἰ’ 10).
– Βλέπω, Μηνᾶ,
ὅτι δὲν εἶσαι νέος ἄμυαλος, γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνης τὸ συμφέρον σου. Βρίσκεσαι
πλέον σὲ γεροντικὴ ἡλικία. Μὴ φανῆς ἀνόητος καὶ ἀφήσης τὴ γλυκειὰ ζωὴ
προτιμώντας τὸν θάνατο. Σκέψου φρόνιμα καὶ θὰ τιμηθῆς ἀπὸ τὸν βασιλιά, ἀλλὰ καὶ
οἱ θεοὶ θὰ σὲ συγχωρήσουν καὶ ἂς τοὺς ὕβρισες χθές.
Ὁ Ἅγιος
γέλασε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀποκρίθηκε:
– Τίποτα δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ μὲ χωρίση
ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου, οὔτε τιμές, ἀλλὰ οὔτε καὶ βασανιστήρια. Δοκίμασε, ἂν θέλης, καὶ θὰ δής.
Βασανιστήρια σκληρὰ
Τότε ὁ
Πύρρος μὲ πολὺ θυμὸ λέγει στοὺς στρατιῶτες:
– Πιάστε αὐτὸν
τὸν ἀσεβῆ καὶ τεντῶστε τὰ μέλη του καὶ κτυπῆστε τὸν ἀλύπητα, γιὰ ν’ ἀπολαύση ὅ,τι
ζητάει.
Δυὸ καὶ τρεῖς
φορὲς ἄλλαξαν οἱ στρατιῶτες, ἐπειδὴ ἐκουράζοντο, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος καρτερικὰ ὑπέμενε,
ὥστε ὅλοι ἀποροῦσαν καὶ τὸν θαύμαζαν.
Κάποιος παλιὸς
φίλος τοῦ Ἁγίου, στρατιώτης, ποὺ λεγόταν Πηγάσιος, βλέποντας τὸ καταπληγωμένο σῶμα
τοῦ Ἁγίου, τὸν πλησίασε καὶ τοῦ λέγει:
– Δὲν
βλέπεις, Μηνᾶ, ὅτι διαλύθηκε τὸ σῶμα σου ἀπὸ τὶς πληγές; Θέλεις νὰ πεθάνεις ἄδικα;
Πές ὅτι θὰ θυσιάσης καὶ ὁ θεός σου θὰ σὲ συγχωρήση, γιατί βλέπει ὅτι δὲν τὸ
κάνεις μὲ τὴ θέλησή σου.
Ὁ Ἅγιος τότε
μὲ ἱερὴ ἀγανάκτησή τοῦ ἁπαντά:
– «Ἀπόστητε ἀπ’
ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ψάλμ. στ’ 9). Φύγε ἀπὸ μένα ἐχθρέ τῆς ἀλήθειας,
ποὺ δὲν εἶσαι φίλος. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου μόνο λατρεύω καὶ θὰ μὲ δυναμώση νὰ ὑποφέρω
τὶς πληγές.
Βλέποντας ὁ
Πύρρος τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν δέσουν ψηλὰ σὲ ξύλο ὄρθιο
καὶ μὲ σιδερένια νύχια νὰ τοῦ σχίζουν τὶς σάρκες του. Ἐνῶ ὁ Ἅγιος ὑφίστατο αὐτὸ
τὸ σκληρὸ μαρτύριο, ὁ ἄρχοντας τὸν περιέπαιζε λέγοντας:
– Κατάλαβες,
Μηνᾶ, καθόλου πόνο στὸ σῶμα σου, ἢ θέλεις νὰ σοῦ προσθέσωμε κι ἄλλες τιμωρίες
γιὰ νὰ χαρῆς περισσότερο;
– Τί
νομίζεις, ἄρχοντα, ὅτι μὲ τέτοια παιγνίδια θὰ μὲ ἀποσπάσεις ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη;
ἀποκρίνεται ὁ Μηνᾶς.
– Ἄφησε τὴν
κακὴ ἐπιμονή, Μηνᾶ, καὶ δήλωσε ὑποταγὴ στὸν βασιλιὰ Μαξιμιανό· τὸν συμβουλεύει ὁ
Πύρρος.
– Δὲν ἀρνοῦμαι ἐγώ, ἄρχοντα, τὸν αἰώνιο
καὶ οὐράνιο Βασιλιὰ γιὰ νὰ ὑποταχθῶ στὸ φθαρτὸ καὶ γήινο.
Βλέποντας ὁ
Πύρρος τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου προσπαθεῖ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ τὸν κερδίση.
– Ποιὸς εἶναι
αὐτὸς ὁ αἰώνιος βασιλιάς, Μηνᾶ;
– Ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὑποτάσσεται γῆ καὶ οὐρανός.
– Καὶ δὲν
ξέρεις, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὀργίζονται οἱ αὐτοκράτορες καὶ διατάζουν νὰ
τιμωροῦμε χωρὶς ἔλεος;
– Ἂν ὀργίζωνται
οἱ αὐτοκράτορες, ἐμένα δὲν μὲ στενοχωρεῖ, οὔτε τὸ σκέπτομαι. Ἐγὼ ἔχω ἕνα σκοπὸ·
νὰ πεθάνω ὁμολογώντας τὸ Χριστό, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὶς ἡμᾶς
χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στενοχωρὶα ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ
γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» (Ρώμ. ἠ’ 35).
Στὴ συνέχεια
ὁ Μάρτυρας ὑπομένει σειρὰ βασανιστηρίων. Τοῦ τρίβουν τὸ πληγωμένο σῶμα μὲ
τρίχινο ὕφασμα ἢ τοῦ καίουν τὰ μέλη μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Τὰ λόγια του κατὰ τὴν
ὥρα τῶν φοβερῶν μαρτυρίων εἶναι:
– Σήμερα
βγάζω τὰ δερμάτινα ἐνδύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ παίρνω τὸ φωτεινὸ ἔνδυμα τῆς
βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔχω τὸν Χριστό μου βοηθό, ποὺ εἶπε νὰ μὴν φοβούμεθα «ἀπὸ τῶν
ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι».
Ὁ Πύρρος ἀποροῦσε
μὲ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ μάρτυρος καὶ τοῦ λέγει:
– Πές μου,
Μηνᾶ, ἀπὸ πού σοῦ ἦλθε τόση σοφία καὶ ἀπαντᾶς ἔτσι ἐσὺ ἕνας στρατιώτης
συνηθισμένος σὲ πολέμους καὶ σφαγές;
– Ὁ Θεός μου
μοῦ δίνει τὴν σοφία γιὰ νὰ ἐλέγχω τὴν ἀσέβειά σας. Αὐτὸς εἶπε: Ὅταν πάτε μπροστὰ
σὲ τυράννους γιὰ τὸ ὄνομά μου μὴ σκεφθῆτε τί θὰ πῆτε, διότι θὰ σᾶς δοθῆ ἐκείνη
τὴν ὥρα σοφία» ἡ οὐ δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδὲ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι
ὑμίν» (Λούκ. κα’ 15).
– Ἐγνώριζε ὁ
Χριστός σας, ὅτι πρόκειται οἱ Χριστιανοὶ νὰ τιμωρηθῆτε ἀπό μᾶς; ρωτᾶ ὁ Πύρρος.
– Ἐπειδὴ εἶναι
ἀληθινὸς Θεός, βεβαίως τὸ ἐγνώριζε.
Ὁ ἄρχοντας δὲν
ἤξερε πλέον τί ἄλλο νὰ πῆ καὶ προσπαθεῖ πάλι νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπὸ τοῦ λέγοντας:
– Ἄφησε τὰ
μάταια λόγια, Μηνᾶ, καὶ διάλεξε ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: ἢ τὴν φιλία σου μέ μᾶς
κερδίζοντας τὴν ζωή σου, ἢ τὴν ὁμολογία στὸ Χριστό σου κερδίζοντας τὸν θάνατο.
Καὶ ὁ Ἅγιος:
– Μὲ τὸν Χριστό μου ἤμουν,
εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι πάντα.
– Σὲ λυπᾶμαι,
Μηνᾶ, νὰ σὲ θανατώσω. Ἔχεις μία ὧρα ἀκόμα νὰ σκεφθῆς καὶ νὰ ἀποφασίσης γιὰ τὴν
σωτηρία σου.
– Καὶ δέκα
χρόνια νὰ μ’ ἀφήσης δὲν πρόκειται νὰ ἀποφασίσω κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτό: νὰ κηρύττω τὸν
Χριστό μου Θεὸ ἀληθινὸ καὶ νὰ ὀνομάζω τοὺς δικούς σας θεοὺς ξύλα καὶ δαιμόνια.
Μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τὰ
βασανιστήρια συνεχίσθηκαν σκληρότερα, μέχρι ποὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ ἄρχοντα
ποὺ λεγόταν Ἠλιόδωρος, συμβούλευσε τὸν Πύρρο λέγοντας:
– Ἀφέντη
μου, οἱ Χριστιανοί, ὅπως καὶ σὺ ξέρεις, εἶναι πολὺ ἐπίμονοι καὶ δὲν ἀλλάζουν
γνώμη. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆς, λοιπόν, ἀπ’ αὐτόν, διάταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.
Ὁ Πύρρος
συμφώνησε καὶ ἔδωσε ἐντολὴ γιὰ τὴν θανάτωση μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἐνῶ ἐβάδιζε ὁ
Ἅγιος γιὰ τὸν τόπο τῆς καταδίκης του, εἶπε σὲ μερικοὺς κρυφοὺς Χριστιανούς, ποὺ
ἀκολουθοῦσαν:
– Σᾶς
παρακαλῶ, μετὰ τὸν θάνατό μου, νὰ πάρετε τὸ σῶμα μου καὶ νὰ τὸ πάτε στὴν
πατρίδα μου τὴν Αἴγυπτο.
Μόλις ἔφθασαν
στὸ καθωρισμένο μέρος, ὁ Μάρτυρας ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ προσευχόμενος ἔλεγε:
– Σ’ εὐχαριστῶ,
Κύριε, γιατί μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω κοινωνὸς τῶν παθημάτων. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μὲ
κράτησες σταθερὸ στὴν ὁμολογία μου. Σὲ παρακαλῶ, παράλαβε τὴν ψυχή μου στὴν
βασιλεία Σου.
Αὐτὰ ἦταν καὶ
τὰ τελευταῖα λόγια του Ἁγίου. Τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 11 Νοεμβρίου. Τὸ σῶμα του καὶ τὸ κεφάλι του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά.
Ὅ,τι ἀπέμεινε τὸ πῆραν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ πῆγαν στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὴν
παραγγελία τοῦ Ἁγίου.
Πηγή