Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια
με πλησίασε κάποιος νεαρὸς φοιτητής.
Μὲ πολλὴ διστακτικότητα,
ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔνταση
τοῦ ἀπαιτητικοῦ ἀναζητητῆ,
μοῦ δήλωσε ὅτι εἶναι ἄθεος,
ποὺ ὅμως θὰ ἤθελε πολὺ νὰ πιστέψει,
ἀλλὰ δὲν μποροῦσε.
Χρόνια προσπαθοῦσε καὶ ἀναζητοῦσε,
χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.
Συνομίλησε μὲ καθηγητὲς καὶ μορφωμένους.
Ἀλλὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε
ἡ δίψα του γιὰ κάτι σοβαρό.
Ἄκουσε γιὰ μένα καὶ ἀποφάσισε
νὰ μοιρασθεῖ μαζί μου
τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη του.
Μοῦ ζήτησε μία ἐπιστημονικὴ ἀπόδειξη
περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.
Ξέρεις ὁλοκληρώματα
ἢ διαφορικὲς ἐξισώσεις; τὸν ρώτησα.
Δυστυχῶς ὄχι, μοῦ ἅπαντα.
Εἶμαι τῆς Φιλοσοφικῆς.
Κρῖμα! διότι ἤξερα μία τέτοια ἀπόδειξη,
εἶπα ἐμφανῶς ἀστειευόμενος.
Ἔνιωσε ἀμήχανα καὶ κάπου
σιώπησε γιὰ λίγο.
Κοίταξε, τοῦ λέω.
Συγγνώμη ποὺ σὲ πείραξα λιγάκι.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐξίσωση,
οὔτε μαθηματικὴ ἀπόδειξη.
Ἂν ἦταν κάτι τέτοιο, τότε
ὅλοι οἱ μορφωμένοι θὰ τὸν πίστευαν.
Νὰ ξέρεις, ἀλλιῶς προσεγγίζεται ὁ Θεός.
Ἔχεις πάει ποτὲ στὸ Ἅγιον Ὄρος;
Ἔχεις ποτὲ συναντήσει κανέναν ἀσκητή;
Ὄχι, πάτερ, ἀλλὰ σκέπτομαι νὰ πάω,
ἔχω ἀκούσει τόσα πολλά...
Ἂν μοῦ πεῖτε, μπορῶ νὰ πάω καὶ αὔριο.
Ξέρετε κανέναν μορφωμένο
νὰ πάω νὰ τὸν συναντήσω;
-Τί προτιμᾷς;
Μορφωμένο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ζαλίσει,
ἢ ἅγιο ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ξυπνήσει;
-Προτιμῶ τὸν μορφωμένο.
Τοὺς φοβᾶμαι τοὺς ἁγίους.
-Ἡ πίστη εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς.
Γιὰ δοκίμασε μὲ κανέναν ἅγιο.
Πῶς σὲ λένε; ρωτῶ.
Γαβριήλ, μοῦ ἀπαντᾷ.
Τὸν ἔστειλα σὲ ἕναν ἀσκητή.
Τοῦ περιέγραψα τὸν τρόπο προσβάσεως
καὶ τοῦ ἔδωσα τὶς δέουσες ὁδηγίες.
Κάναμε κι ἕνα σχεδιάγραμμα.
Θὰ πᾶς, τοῦ εἶπα,
καὶ θὰ ρωτήσεις τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
Εἶμαι ἄθεος, θὰ τοῦ πεῖς,
καὶ θέλω νὰ πιστεύσω.
Θέλω μία ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ.
Φοβᾶμαι, ντρέπομαι, μοῦ ἀπαντᾷ.
Γιατί ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι τὸν ἅγιο
καὶ δὲν ντρέπεσαι καὶ φοβᾶσαι ἐμένα; ρωτῶ.
Πήγαινε ἁπλὰ καὶ ζῆτα τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
Σὲ λίγες μέρες, πῆγε καὶ βρῆκε τὸν ἀσκητὴ
νὰ συζητάει μὲ κάποιον νέο στὴν αὐλή του.
Στὴν ἀπέναντι μεριὰ περίμεναν
ἄλλοι τέσσερις καθισμένοι
σὲ κάτι κούτσουρα.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς καὶ ὁ Γαβριὴλ
βρῆκε δειλὰ τὴν θέση του.
Δὲν πέρασαν περισσότερα ἀπὸ δέκα λεπτὰ
καὶ ἡ συνομιλία τοῦ Γέροντα
μὲ τὸν νεαρὸ τελείωσε.
Τί γίνεστε, παιδία; ρωτάει.
Ἔχετε πάρει κανένα λουκουμάκι;
Ἔχετε πιεῖ λίγο νεράκι;
Εὐχαριστοῦμε, Γέροντα, ἀπήντησαν,
μὲ συμβατικὴ κοσμικὴ εὐγένεια.
Ἔλα ἐδῶ, λέει ἀπευθυνόμενος στὸν Γαβριήλ,
ξεχωρίζοντάς τον ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους.
Θὰ φέρω ἐγὼ τὸ νερό,
πᾶρε ἐσὺ τὸ κουτὶ αὐτὸ μὲ τὰ λουκούμια.
Καὶ ἔλα πιὸ κοντὰ νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό:
Καλὰ νὰ εἶναι κανεὶς ἄθεος,
ἄλλα νὰ ἔχει ὄνομα ἀγγέλου
καὶ νὰ εἶναι ἄθεος;
Αὐτὸ πρώτη φορὰ μοῦ συμβαίνει.
Ὁ φίλος μας κόντεψε νὰ πάθει ἔμφραγμα
ἀπὸ τὸν ἀποκαλυπτικὸ αἰφνιδιασμό.
Ποῦ ἐγνώρισε τὸ ὄνομά του;
Ποιὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πρόβλημά του;
Τί, τελικά, ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ ὁ γέροντας;
- Πάτερ, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω λίγο;
Μόλις ποὺ μπόρεσε νὰ ψελλίσει.
Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει,
πάρε τὸ λουκούμι, πιὲς καὶ λίγο νεράκι
καὶ πήγαινε στὸ πιὸ κοντινὸ μοναστήρι
νὰ διανυκτερεύσεις.
Πάτερ μου, θέλω νὰ μιλήσουμε, δὲν γίνεται;
Τί νὰ ποῦμε, ρὲ παλληκάρι;
Γιὰ ποιὸν λόγο ἦλθες;
Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔνιωσα ἀμέσως
νὰ ἀνοίγει ἡ ἀναπνοή μου, ἀφηγεῖται.
Ἡ καρδιά μου νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ πίστη.
Ὁ μέσα μου κόσμος νὰ θερμαίνεται.
Οἱ ἀπορίες νὰ λύνονται
χωρὶς κανένα λογικὸ ἐπιχείρημα,
δίχως καμία συζήτηση, χωρὶς τὴν ὕπαρξη
μιᾶς ξεκάθαρης ἀπάντησης.
Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αὐτομάτως
ὅλα τὰ ἄν, τὰ γιατί, τὰ μήπως
καὶ ἔμεινε μόνον τὸ πῶς καὶ τὸ τί
ἀπὸ δῶ κι ἐμπρός.
Ὅ,τι δὲν τοῦ ἔδωσε
ἡ σκέψη τῶν μορφωμένων,
τοῦ τὸ χάρισε ὁ εὐγενικὸς
ὑπαινιγμὸς ἐνὸς ἁγίου, ἀποφοίτου
μόλις τῆς τέταρτης τάξης τοῦ δημοτικοῦ.
Οἱ ἅγιοι εἶναι πολὺ διακριτικοί.
Σοῦ κάνουν τὴν ἐγχείρηση
χωρὶς ἀναισθησία καὶ δὲν πονᾷς.
Σοῦ κάνουν τὴν μεταμόσχευση
χωρὶς νὰ σοῦ ἀνοίξουν τὴν κοιλιά.
Σὲ ἀνεβάζουν σὲ δυσπρόσιτες κορυφὲς
δίχως τὶς σκάλες τῆς κοσμικῆς λογικῆς.
Σοῦ φυτεύουν τὴν πίστη στὴν καρδιά,
χωρὶς νὰ σοῦ κουράσουν τὸ μυαλό.
Μητροπολίτου Μεσογαίας
καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Περιοδικὸ Πεμπτουσία, τ. 22
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου