«Κλάους, σου συνιστώ
να κάνεις νοερά προσευχή.
Τα λόγια είναι: «Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με, τον αμαρτωλόν».
Αν λες τακτικά αυτήν την «προσευχή της
καρδιάς»,
θα δεις την καλή αλλοίωση
που θα σου χαρίσει ο Κύριος».
Με αυτά τα λόγια με αποχαιρέτησε.
Στο ταξίδι της επιστροφής σκεφτόμουν πόσο
συχνά
είχα αποδείξεις για τη δύναμη της προσευχής
αυτό όμως ίσχυε μόνο για τους άλλους,
καθώς εγώ δεν είχα ακόμα γνωρίσει
τα ευεργετήματα της προσευχής
μέχρι
τότε νόμιζα ότι δεχόμουν «δώρα»,
τα οποία φώτιζαν την πορεία μου προς τον
Ύψιστο
και ενδυνάμωναν την πίστη μου σε Εκείνον.
Και όμως, ο Χριστός δεν ήταν Αυτός που είπε:
«Μακάριοι οι μη ιδόντες
και πιστεύσαντες» (Ιωάν. 20,29);
Πώς θα μπορούσα να το πετύχω αυτό;
Μήπως εκεί βρισκόταν το κλειδί της αντίστασης
που προέβαλε ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος;
Να ήταν άραγε η εκδήλωση
της αγάπης του προς εμένα;
Ένιωθα -και ήμουν βέβαιος γι’ αυτό-
ότι με αγαπούσε περισσότερο
από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο
είχα γνωρίσει στη ζωή μου και αυτό
το θεωρούσα σημάδι της αγιότητάς του:
εννοώ την αγάπη που είχε για όλο τον κόσμο,
για όλους τους ανθρώπους,
ακόμα και για τους εχθρούς του.
Δεν μπορούσα παρά να υποθέσω
ότι το πατρικό του ενδιαφέρον
ήταν προϊόν θεϊκής παρέμβασης,
γιατί ποτέ δεν είχα πάρει τόση αγάπη.
Στις συναντήσεις μου με τον γέροντα,
ήταν φορές που δεν χρειαζόταν καν
να μιλήσω μαζί του απλώς και μόνο
το να
κάθομαι κοντά του
ήταν κάτι σαν «πλημμυρίδα αγάπης»
που γέμιζε χαρά την καρδιά μου.
πηγή: Κλάους Κένεθ,
Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς,
Εκδόσεις «Εν Πλω»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου