Φώτης Κόντογλου
Μαθαίνει
κανένας τὰ κακουργήματα ποὺ
γίνουνται σήμερα, κι ἀνατριχιάζει περισσότερο ἀπ’
ἄλλη φορά, ἀπὸ
τὴν ἀναισθησία, ἀπὸ
τὴν ἀπάθεια, ἀπὸ
τὴν πώρωση ποὺ
ἔχουνε κεῖνοι
ποὺ τὰ κάνουνε,
σὰν
νὰ εἶναι
ἀληθινοὶ
σατανάδες, καὶ σὰν
νὰ εἶναι
ὁ
σκοτωμὸς ἡ
φυσικὴ
τροφὴ τῆς
ψυχῆς
τους.
Ἄλλη φορά οἱ
φονιάδες σκοτώνανε, οἱ περισσότεροι, χωρὶς
νὰ τὸ
θέλουνε, μέσα στὴ ζάλη τους. Ἕνα
σύννεφο ἀπὸ
θυμὸ ἢ ἀπὸ
ζήλεια ἢ ἀπὸ
πνιγμένο δίκιο, θόλωνε τὰ μάτια τους γιὰ
μία στιγμή. Μὰ ὕστερα
σκόρπιζε αὐτὸ τὸ
σύννεφο, τὰ μάτια τους καθαρίζανε, καὶ μετανιώνανε. Πολλὲς
φορὲς κλαίγανε, θέλανε νὰ
σκοτωθοῦνε, ντρεπόντανε τὸν
κόσμο. Τώρα οἱ φονιάδες, κ’ οἱ
ἄλλοι ποὺ κάνουνε κακὲς
πράξεις, εἶναι ὁλότελα μαυρόψυχοι, ξεροί, παγωμένοι, ἀναίσθητοι
σατανάδες, βουβοὶ καὶ ψυχροὶ κακοῦργοι. Καὶ
τί; Μικροὶ καὶ
μεγάλοι, χωριάτες καὶ σπουδαγμένοι! Ἕνα
πράγμα φοβερό!
Αὐτὲς
οἱ
σκέψεις μὲ κάνανε νὰ
θυμηθῶ
κάποιους φονιάδες, ποὺ ἔζησα
μαζί τους τὸν καιρὸ
ποὺ ἤμουνα
πολὺ
νέος, καὶ
ποὺ εἴχανε
κάνει τὴν ἁμαρτία
τοῦ
σκοτωμοῦ
μέσα στὴν ἄναψη
τῆς
ψυχῆς
τους. Αὐτοὶ ἤτανε
ζεστοὶ
φονιάδες, νὰ ποῦμε,
δὲν ἤτανε
ψυχροί, σὰν τοὺς
περισσότερους σημερινούς. Ἔνιωθες πὼς ἤτανε
ἄνθρωποι
σὰν
κ’ ἐσένα
κι ὄχι
φίδια κρύα, ὅπως εἶναι
οἱ
σημερινοὶ
φονιάδες, χωρὶς καρδιά, ἐκτρώματα
βουβά, παγωμένα, ὁλότελα ξένα γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτό, ἐκείνους τοὺς
παλιοὺς φονιάδες τοὺς
λέγω ἀθώους φονιάδες, μπροστὰ
στοὺς καινούργιους, ποὺ
εἶναι, οἱ περισσότεροι, κακοῦργοι
μέχρι κόκκαλο, σατανόψυχοι, ἀμετανόητοι.
Γιὰ τοὺς
τέτοιους παραστρατημένους ἁμαρτωλούς, ποὺ ἄθελά
τους πιάνονται στὰ δίχτυα τοῦ
Σατανᾶ, ὁ
Χριστὸς ἔδειχνε
μεγάλη ἐπιείκεια,
μεγάλη συμπόνια, ξεχωρίζοντάς τους ἀπὸ
τοὺς ἄλλους,
ποὺ
θεληματικὰ κάνουνε τὴν ἁμαρτία,
καὶ
ποὺ
χαίρουνται σὰν τὴν
κάνουνε. «Οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι» ἔλεγε, «προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». «Οἱ τελῶνες κ’ οἱ
πόρνες πηγαίνουνε μπροστὰ ἀπό σᾶς στὴ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ».
Γιὰ ὅποιον
δὲν ἔχει
στὸ
νοῦ
του αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλὴ ἀθωότητα
ποὺ εἶπα,
εἶναι
ἀκατανόητα
αὐτὰ
ποὺ
λέγει γιὰ
κάποιους ἁμαρτωλοὺς
καὶ ὅσα
αὐστηρὰ
λέγει γι’ ἄλλους ἁμαρτωλούς,
πού μᾶς
φαίνεται πὼς δὲν ἁμαρτήσανε
τόσο βαριά, ὥστε νὰ
τοὺς
κατακρίνει τόσο αὐστηρὰ ὁ
πράος καὶ ἀνεξίκακος
Χριστός. Συγχωρᾶ
τὸν τελώνη Ματθαῖο ποὺ
φορολογοῦσε
τὸν
κόσμο καὶ τὸν
κάνει μάλιστα καὶ μαθητή του, συγχωρᾶ τὸν Ζακχαῖο, τὴν πόρνη, τὸν
Πέτρο ποὺ τὸν ἀρνήθηκε, τὸν
Θωμὰ ποὺ δὲν τὸν πίστεψε, τέλος τὸν ληστὴ ποὺ σκότωνε τ’ ἀδέρφια
του καὶ ποὺ τὸν κάλεσε, αὐτὸν
τὸν φονιά, νὰ
μπεῖ πρῶτος στὸν Παράδεισο, πρὶν
νὰ ἔμπουνε οἱ
Ἀπόστολοι, οἱ
Ἅγιοι κ’ οἱ
Μάρτυρες, πράγματα παράδοξα κι ἀνεξήγητα. Δὲν συγχώρεσε ὅμως τοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους, τοὺς ματαιόδοξους
πλούσιους, τὸν φονιὰ τὸν Ἡρώδη, ποὺ τὸν ὀνόμασε
ἀλώπεκα,
τοὺς ἄπιστους
Γραμματεῖς,
τοὺς
πονηροὺς
Σαδδουκαίους, τὸν προδότη Ἰούδα,
ποὺ εἶχε
ψυχὴ ὀποῦ ἤτανε
χαλασμένη ἀδιόρθωτα ἀπὸ τὴ
φιλαργυρία κι ἀπὸ τὸν
φθόνο.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴ μεγαλύτερη σημασία γιὰ
τὸν Χριστό, εἴναι
η ἁπλότητα τῆς
ψυχῆς, κι ὄχι ἡ ἄμεμπτος διαγωγὴ
ἑνὸς ἀνθρώπου πονηροῦ, ὅπως
ὁ
Φαρισαῖος
ποὺ
προσευχότανε. Γι’ αὐτὸ
λέγει ὁ
Κύριος: «Ἀμήν λέγω ὑμίν,
ἐὰν
μὴ
στραφῆτε
καὶ
γένησθε ὡς
τὰ
παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε
εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
Τὸ
περίσσευμα τῆς καρδίας κοιτάζει ὁ
Χριστός, ποὺ φανερώνει τὴν
βαθύτερη οὐσία τοῦ
κάθε ἀνθρώπου.
Συγχωρᾶ τὶς ἁμαρτίες
ποὺ
κάθουνται ἀπάνω στὴν
ψυχὴ, ὅπως
ἡ
σκουριὰ ἀπάνω
στὸ
σίδερο, καὶ ποὺ
φεύγει με τὸ τρίψιμο, μὲ τὴ
μετάνοια. Μὰ δὲν
συγχωρᾶ τὴν
ψυχὴ
ποὺ τὴν ἔχει
φάγει ἀπὸ τὸ
θεμέλιό της ἡ ἁμαρτία,
ποὺ εἶναι
σκουριασμένη καὶ σαπισμένη ὁλότελα,
καὶ
καταστάθηκε ἀμετανόητη. «Δὲν ὑπάρχει»,
λέγει ἕνας
ἅγιος,
«ἁμαρτία ἀσυγχώρητη, παρὰ
μονάχα ἐκείνη ποὺ
εἶναι ἀμετανόητη». Ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει καλὴ καρδιά, καὶ σιχαίνεται τὴ μοχθηρία.
Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com